- Ιγγλέζος
- ο , Ιγγλέζα η англичан|ин, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιγγλέζος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από τη Δωρίδα. Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε στη Δυτική Στερεά… … Dictionary of Greek